- ἀμείβοντας
- ἀμείβωchangepres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Γρηγόριος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Νεοκαισαρείας (Νεοκαισάρεια 213; – 270). Η γνωριμία του με τον χριστιανισμό άρχισε μετά τον θάνατο του πλούσιου και ειδωλολάτρη πατέρα του, ο οποίος του έδωσε επιμελημένη αγωγή. Σε ηλικία… … Dictionary of Greek
Μανδροκλής — (6ος αι. π.Χ.). Μηχανικός και αρχιτέκτονας. Καταγόταν από τη Σάμο. Προσέφερε τις υπηρεσίες του στον Δαρείο A’, βασιλιά των Περσών, κατασκεύασε στον Βόσπορο μια πλωτή γέφυρα μήκους 120 σταδίων (1 στάδιο = περίπου 180 μέτρα) η οποία, σύμφωνα με τον … Dictionary of Greek
Μυλωνάς, Κωνσταντίνος — (18ος αι.). Πατριώτης από τη Ζάκυνθο. Έδρασε κυρίως στην Πελοπόννησο. Πιάστηκε όμως αιχμάλωτος και φυλακίστηκε σε πλοίο του τουρκικού στόλου μαζί με άλλους αγωνιστές. Όταν το πλοίο έπλεε στο Αιγαίο, οι αιχμάλωτοι, αφού κατόρθωσαν και… … Dictionary of Greek